- φιλόδωρος
- -ον, Α1. γενναιόδωρος2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («φιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.)3. αυτός που τού αρέσει να παίρνει δώρα4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ ποιήσαντα πρᾱγμα... φιλόδωρον», Δημοσθ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδωρονη φιλοδωρία*.επίρρ...φιλοδώρως Αμε φιλόδωρο τρόπο, με γενναιοδωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μισθό-δωρος].
Dictionary of Greek. 2013.